- δρομολογώ
- (-είς, -εί κτλ.), δρομολόγησα, δρομολογήθηκα, δρομολογημένος1. καθορίζω το δρομολόγιο, την πορεία μεταφορικού μέσου.2. ξεκινώ κάποια προγραμματισμένη ενέργεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.