δρομολογώ

δρομολογώ
(-είς, -εί κτλ.), δρομολόγησα, δρομολογήθηκα, δρομολογημένος
1. καθορίζω το δρομολόγιο, την πορεία μεταφορικού μέσου.
2. ξεκινώ κάποια προγραμματισμένη ενέργεια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δρομολογώ — δρομολογώ, δρομολόγησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”